- φορτωτικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη φόρτωση2. το θηλ. ως ουσ. η φορτωτικήέγγραφο που αποδεικνύει τη φόρτωση και μεταφορά εμπορευμάτων και περιέχει λεπτομερή κατάσταση τού συνόλου τους3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φορτωτικάη αμοιβή για τη φόρτωση εμπορευμάτων4. φρ. «φορτωτικά έγγραφα» — όλα τα έγγραφα που συνοδεύουν ένα εμπόρευμα, όπως είναι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το πιστοποιητικό προέλευσης, το πιστοποιητικό επίβλεψης κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Το θηλ. φορτωτική μαρτυρείται από το 1816 στον Νικ. Παπαδόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.